ἀπόκειται

ἀπόκειται
ἀπόκειμαι
to be laid away from
pres ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • απόκειται — (ως απρόσ.) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ἀποκεῖται — ἀπό κέω to lie down pres ind mp 3rd sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπόκειθ' — ἀπόκειται , ἀπόκειμαι to be laid away from pres ind mp 3rd sg ἀπόκειτο , ἀπόκειμαι to be laid away from imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απόκειμαι — (AM ἀπόκειμαι, νεοελλ. συνήθως απρόσωπο: απόκειται) [κείμαι] 1. είμαι τοποθετημένος σε ασφαλές μέρος 2. «απόκειται σ εμένα» είναι χρέος μου, οφείλω να 3. «απόκειται σε κάποιον» είναι στο χέρι του, εξαρτάται από την κρίση του μσν. είμαι ακάλυπτος …   Dictionary of Greek

  • лежит — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  глаг. (греч. ἀποκεῖται) положено, назначено, надлежит. Лежаща по… …   Словарь церковнославянского языка

  • παρτιτούρα — (Μουσ.) Το σύνολο των διαφόρων φωνητικών και οργανικών μερών, που αποτελούν μια μουσική σύνθεση, και τα οποία, καταχωρούμενα το ένα κάτω από το άλλο, υποδεικνύουν κάθετα τα μουσικά όργανα και τις ανθρώπινες φωνές που προορίζονται για συνήχηση.… …   Dictionary of Greek

  • πρόσκειμαι — ΝΑ [κεῑμαι] 1. βρίσκομαι, είμαι τοποθετημένος κοντά ή πάνω σε κάποιον ή κάτι («σὺ δὲ τῇ θύρᾳ πρόσκεισο», Ομ. Ιλ.) 2. παράκειμαι, γειτονεύω, είμαι συνεχόμενος (α. «τα προσκείμενα δωμάτια» β. «πρόσκειται τῷ καλῷ ἀκρωτηρίῳ», Πολ.) νεοελλ. 1. μτφ.… …   Dictionary of Greek

  • Βλαχέρνες — Όνομα ιδιαίτερα συνηθισμένο και δημοφιλές στους Βυζαντινούς. Χρησιμοποιήθηκε κυρίως ως επώνυμο της Παναγίας και παρετυμολογείται πιθανώς από τη φράση βάλε χέρι, που αναφέρεται στην προστασία της Παναγίας. Οι Βυζαντινοί χρονογράφοι μνημονεύουν… …   Dictionary of Greek

  • ԿԱՄ — I. (կաս, կայ, կացի, կա՛ց, կացէ՛ք.) NBH 1 1039 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 7c, 8c, 10c չ. ἴσταμαι sto, եւս եւ κεῖμαι jaceo διαμένω, ἑμμένω permaneo, remaneo, persevero. Տեղականել ուրեք. հաստատուն կամ կանգուն մնալ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”